προπυλαίου

προπυλαίου
προπύλαιος
before the gate
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… …   Dictionary of Greek

  • Αλκαμένης — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκοπλάστης, από τους πιο φημισμένους μαθητές του Φειδία. Είναι άγνωστος ο τόπος και ο χρόνος της γέννησης και του θανάτου του. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρέπει να ήταν γιος Αθηναίου κληρούχου από τη Λήμνο. Η… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”